Τα παιδιά χρησιμοποιούν το κλάμα φυσιολογικά κι εμείς πρέπει να μάθουμε να κατανοούμε τα μηνύματα, αλλά και να στηρίζουμε τη «θεραπευτική» ιδιότητα των δακρύων. Τις περισσότερες φορές το κλάμα ενός μωρού είναι ένα μήνυμα για μια ανάγκη του που πρέπει να ικανοποιηθεί. Ωστόσο, υπάρχουν στιγμές που ακόμα και για τα μωρά, η πραγματική ανάγκη είναι το κλάμα.
Κρίνεται απαραίτητο να αποκρινόμαστε στα μηνύματα ενός μωρού καθώς το κλάμα είναι ο πρωταρχικός τρόπος επικοινωνίας με τους φροντιστές του. Αφού έχουν ικανοποιηθεί όλες του οι ανάγκες (τροφή, ύπνος, άλλαγμα κλπ.) και δεν υπάρχει σωματική ενόχληση ή ασθένεια αλλά το μωρό εξακολουθεί να κλαίει, πρέπει να αποκριθούμε στην ανάγκη του να κλάψει. Μπορεί να κλαίει επειδή δεν καταλαβαίνουμε τι χρειάζεται. Χρειάζεται να θυμόμαστε πως όταν κάνουμε υποθέσεις σχετικά με την πηγή πρόκλησης της έντασης του μωρού, αυτές μπορεί να αποβούν λανθασμένες επειδή πολλές φορές προβάλλουμε τις δικές μας αντιλήψεις και σκέψεις. Μπορεί να κλαίει επειδή δεν μπορεί να μιλήσει ή γιατί θυμήθηκε το άγνωστο πρόσωπο που έσκυψε πριν λίγο από πάνω του και το τρόμαξε ή επειδή αισθάνεται αδύναμο.
Όταν αγνοούμε τον λόγο για τον οποίο κλαίει το μωρό, χρειάζεται να κατανοούμε την επιλογή του να νιώθει έτσι, να του δείχνουμε πως η επιλογή του να κλάψει είναι σωστή και πως, ενώ εκείνο κλαίει, εμείς είμαστε στο πλευρό του, γεμάτοι αγάπη, στοργή και κατανόηση. Προσπαθούμε πάντα να κρατάμε αγκαλιά το μωρό που κλαίει. Είναι καλό να καταφέρει να ενωθεί μαζί μας, να μας κάνει να ενεργήσουμε προς όφελός του και να του δώσουμε όλη μας την προσοχή.
Όταν ένα μωρό βρίσκεται σε συνεχή επαφή με το σώμα της μητέρας, είναι σχεδόν απίθανο να κλαίει για βασικές του ανάγκες. Τα μωρά που τα κρατάνε αγκαλιά και αποκοιμιούνται έτσι, σπανίως κλαίνε για να προειδοποιήσουν τα πρόσωπα φροντίδας για μια απλή ανάγκη.
Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, χρησιμοποιούν σταδιακά περισσότερες λέξεις αντί για ενδείξεις και κλάματα. Ωστόσο, εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τα δάκρυα για να εκφράσουν τον σωματικό ή ψυχικό πόνο, όλη την υπόλοιπη ζωή τους.
Στην πραγματικότητα, δυνατοί δεν είναι οι άνθρωποι που η ζωή τους κυλάει χωρίς πόνο, αλλά αυτοί που έχουν τη δύναμη να προχωρούν και να μαθαίνουν μέσα από τον πόνο.
Τα ψυχοσωματικά συμπτώματα ενός παιδιού (π.χ. τικ, δάγκωμα χεριού, μάσημα μπλούζας κ.ά.) ή οι καινούριες παραλλαγές των παλιών συμπτωμάτων, μπορεί να επανεμφανιστούν κάθε φορά που καταπνίγει τα δάκρυα και τα συναισθήματά του. Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, είναι να αποτρέψουμε τη συσσώρευση καταπιεσμένων συναισθημάτων.
Άγχος του αποχωρισμού
Όταν οι περιστάσεις κάνουν τον αποχωρισμό της μητέρας από το μωρό της αναπόφευκτο (νοσηλεία σε νοσοκομείο ή άλλα ατυχή γεγονότα), τότε, και μόνο τότε, αφού δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε, συμπαραστεκόμαστε και δίνουμε προσοχή στους φόβους και στα δάκρυα του παιδιού. Κατανοούμε και ενθαρρύνουμε το παιδί όταν το απαιτούν οι περιστάσεις της ζωής, αλλά δεν τις δημιουργούμε. Είναι σημαντικό, δηλαδή, να δείξουμε κατανόηση σε ένα παιδί που κλαίει, αλλά να μην προκαλούμε το κλάμα του.
Όταν ο αποχωρισμός προβάλλει αναπόφευκτος, σκοπός μας δεν είναι να περισπάσουμε το παιδί από τα συναισθήματά του, αλλά να κατανοήσουμε την εμπειρία του ώστε να κλάψει άνετα και να αναγνωρίσουμε την εγκυρότητα της εμπειρίας του. Παρομοίως, όταν επιστρέφουμε στο σπίτι μετά τη δουλειά και αντιμετωπίζουμε ένα έξαλλο παιδί, δεν χρειάζεται να προσπαθήσουμε να το εμποδίσουμε να εκφραστεί, ούτε να του προσφέρουμε δώρα για να το κατευνάσουμε. Χρειάζεται απλώς να του δείξουμε κατανόηση και στοργή και να εκφράσουμε τη δική μας λαχτάρα και αγάπη, αγκαλιάζοντάς το και ακούγοντάς το προσεκτικά. Το παιδί θα συνέλθει από το άγχος του αποχωρισμού κλαίγοντας και/ ή εκφράζοντας τους φόβους και την απογοήτευσή του με τη δική μας κατανόηση, προσοχή και αγάπη. Η σταθερή συμπαράσταση από μέρους μας θα του δώσει το μήνυμα ότι είναι απολύτως ικανό να βιώσει αυτήν την εμπειρία.
Βιβλιογραφία:
Arnold, N., (2010). Αναθρέφοντας τα παιδιά μας, αναθρέφουμε τον εαυτό μας. Αλκυών, Αθήνα