Πολύ σύνηθες φαινόμενο της εποχής μας είναι η έκδηλη δυσκολία μας να επικοινωνήσουμε, να συνεννοηθούμε με τους γύρω μας, σε μια καθημερινότητα που γίνονται παράλληλοι μονόλογοι και ο διάλογος, πόσο μάλλον ο εποικοδομητικός, εκλείπει.
Η αδυναμία συνεννόησης, όμως, είναι μία μόνο από τις συνέπειες της μη επικοινωνίας. Άλλη μία συνέπεια είναι ότι δεν καλύπτονται ανάγκες, ίσως και ζωτικές κάποιες φορές, αφού έχουμε την αξίωση οι άλλοι να μαντεύουν τι χρειαζόμαστε και πότε. Επιπρόσθετα μπορεί να δημιουργούνται παρεξηγήσεις επειδή οι γύρω μας έχουν μάθει να αναμένουν κάποια συμπεριφορά ή απάντηση από εμάς και ανταποκρίνονται σε αυτήν χωρίς καν να την εκδηλώσουμε («Και ξέρω τώρα θα πεις/ κάνεις αυτό», «Μα, δεν θα έλεγα/ έκανα κάτι τέτοιο» κ.ά.). Τέλος, δεν είναι λίγες φορές που, ως αποτέλεσμα, η επικοινωνία σταματά εντελώς και καταλήγουν δύο άνθρωποι στο ίδιο σπίτι να ζουν σαν δύο «ξένοι».
Ίσως επικρατεί ο φόβος της αντίδρασης του άλλου ατόμου σε αυτό που θα πούμε ή θα ζητήσουμε ή οι πολλαπλοί καβγάδες να έχουν φέρει μια εξουθένωση που να μην έχουμε πια την διάθεση άλλη μία συζήτηση να οδηγηθεί σε αδιέξοδο, διαφωνία ή τσακωμό. Έτσι, συσσωρεύουμε μέσα μας λόγια, επιθυμίες, ανάγκες, τα πνίγουμε, μέχρις ότου έρθει κάποια στιγμή η «έκρηξη» με πολύ χειρότερες συνέπειες για την σχέση.
Πολλές φορές το αυτονόητο φαντάζει και το πιο δύσκολο. Τις περισσότερες φορές το μόνο που χρειάζεται είναι να πούμε τι μας ενοχλεί, τι χρειαζόμαστε, τι επιθυμούμε από τον άλλο, αλλά ταυτόχρονα να απελευθερωθούμε από την ανάγκη – απαίτηση το άλλο άτομο να εκπληρώσει αυτά που του ζητάμε. Αλλά και μόνο η ανακοίνωσή τους αρκεί για να θέσει μία νέα πορεία για την σχέση.
Το καλύτερο παράδειγμα το βλέπουμε στα μικρά παιδιά που, ό,τι κι αν θέλουν, θα το ζητήσουν ευθέως χωρίς να σκεφτούν πώς θα το εκλάβουν οι υπόλοιποι ούτε πώς θα το πουν πιο διπλωματικά για να έχουν το αποτέλεσμα που επιθυμούν: «Θέλω να φύγουμε», «Δεν μου αρέσει το φαγητό», «Θέλω μπισκότο».
Γι’ αυτό την επόμενη φορά που θα δυσκολευτούμε να συνεννοηθούμε, ας αναρωτηθούμε αν μιλάμε ξεκάθαρα και τι καταλαβαίνει ο συνομιλητής μας από τα λεγόμενά μας και ας προσπαθήσουμε απλά να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους χωρίς περισπασμούς, διπλωματικά υπονοούμενα και κομπιάσματα. Και ίσως η απάντηση που θα ακούσουμε θα είναι «Μα γιατί δεν το έλεγες τόσο καιρό;»