Τα περιστατικά εκφοβισμού και επιθετικής συμπεριφοράς που παρατηρούνται συχνά, πλέον, στα σχολεία τα τελευταία χρόνια από ορισμένους μαθητές προς άλλους δεν είναι ένα πρωτοεμφανιζόμενο και σύγχρονο φαινόμενο · ανέκαθεν υπήρχε στα σχολεία, ίσως σε διαφορετικές μορφές και έκταση. Δεν λάμβανε, όμως, την προσοχή και διαχείριση που απαιτούνταν με την αδιαφορία του παρελθόντος να έχει αντικατασταθεί από μία ιδιαίτερη ευαισθησία τόσο για την αντιμετώπιση όσο και για την πρόληψη τέτοιων φαινομένων από όλους του εμπλεκόμενους φορείς (π.χ. σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων, σύλλογος καθηγητών κ.ά.). Σε αυτά έρχεται να προστεθεί και η στάση της κοινής γνώμης, όπου λόγω και της εύκολης πρόσβασης στην ανάδειξη και συζήτηση τέτοιων περιστατικών, θα λέγαμε ότι στέκεται με κριτική διάθεση απέναντι τόσο στην αντιμετώπιση όσο και την πρόληψη τέτοιων φαινομέων λεκτικής ή και σωματικής βίας.
Τα παιδιά που γίνονται θύτες της ενδοσχολικής βίας συνήθως είναι παιδιά που κατά κάποιον τρόπο έχουν εκπαιδευτεί στη βία, έχουν εξασκηθεί, δηλαδή, σε βίαιες συμπεριφορές στο σπίτι, οι οποίες γίνονται αποδεκτές από τον περίγυρό τους. Ενδέχεται, επίσης, να είναι και παιδιά που βλέπουν διαρκώς την βία στο σπίτι τους, π.χ. ο πατέρας χτυπά την μητέρα (όχι απαραίτητα το ίδιο το παιδί). Ίσως, ακόμη, να είναι παιδιά που βιώνουν την έντονη ανάγκη να αποδείξουν στους γύρω τους τι αξίζουν και τι μπορούν να καταφέρουν και, κοροϊδεύοντας, ενοχλώντας ή χτυπώντας μικρότερα ή σωματικά πιο αδύναμα παιδιά, ανακτούν τη δύναμη που χρειάζονται, αποκτούν ισχύ και κύρος.
Από την άλλη, τα παιδιά που θα χαρακτηρίζαμε θύματα της ενδοσχολικής βίας μπορεί να είναι παιδιά «αδύναμα» σωματικά ή ψυχολογικά με αρκετές ανασφάλειες και φοβίες, με μειωμένη αυτοεκτίμηση, που δεν είναι σε θέση να υπερασπιστούν τον εαυτό τους υψώνοντας το ανάστημα τους. Ενδέχεται να είναι παιδιά που δεν έχουν μάθει να μιλάνε για τον εαυτό τους, γιατί συνήθως οι μεγαλύτεροι απαντούν αντί γι’ αυτά ενώ συχνά μπορεί να δέχονται υποτίμηση και απαξίωση. Ίσως και να έχουν μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον όπου άκουγαν διαρκώς πολλά «μη», «Μην ανέβεις εκεί», «Μην πας εκεί» και «Δεν μπορείς/ δεν ξέρεις να το κάνεις αυτό, θα το κάνω εγώ».
Ο ρόλος των γονέων σε κάθε περίπτωση είναι ιδιαίτερα σημαντικός και κρίσιμος. Αρχικά κρίνεται απαραίτητη η δημιουργία ενός περιβάλλοντος αποδοχής στο σπίτι, καθώς, όταν τα παιδιά βιώνουν εκτίμηση στο σπίτι, νιώθουν και πιο ικανά να αντιμετωπίσουν το συναισθηματικό στρες και τα προβλήματα με τους συνομηλίκους χωρίς να καταφεύγουν σε επιθετικές συμπεριφορές και παντός τύπου βία. Επιπλέον, η ενεργητική συμμετοχή των γονέων στη ζωή των παιδιών μπορεί να βοηθήσει τα ίδια τα παιδιά να σχετιστούν καλύτερα με τους γονείς τους, συζητώντας μαζί τους λύσεις και προσφέροντας καθοδήγηση σε τυχόν σοβαρά ζητήματα/ προβλήματα που προκύπτουν στις σχέσεις με τους συνομηλίκους και την καθημερινή τους ζωή γενικότερα. Ακόμη, χρήσιμο θα ήταν να μην μπαίνουν στη διαδικασία αξιολόγησης και κριτικής των προτιμήσεων και των αποφάσεών των παιδιών τους, αλλά να τις καλωσορίζουν ως εκφάνσεις της αυτονομίας και της υπευθυνότητάς τους.
Το παιδί χρειάζεται να διδαχτεί πώς να εκφράζεται με κατηγορηματικό τρόπο – δηλαδή χωρίς να γίνεται επιθετικό ούτε και ανεκτικό, δεχόμενο χωρίς αντίδραση τα οποιουδήποτε είδους πειράγματα – και αυτό μπορεί να το μάθει μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο. Οι γονείς μπορούν να μάθουν στα παιδιά να παρατηρούν το σώμα τους για να καταλαβαίνουν πότε νιώθουν άβολα σε μια κατάσταση (π.χ. κόμπος στο λαιμό, σφίξιμο στο στομάχι, κρύος ιδρώτας). Τα παιδιά χρειάζεται να γνωρίζουν ότι μπορούν να μιλήσουν με θετική επικοινωνία και δυναμική συμπεριφορά προκειμένου να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Μπορούν να εξασκηθούν στην διεκδικητική/ κατηγορηματική συμπεριφορά με παιχνίδια ρόλων με κούκλες και λούτρινα ζωάκια, με την ανάλυση καταστάσεων όπου προσδιορίζουν τη σύγκρουση (μέσα σε ταινίες, ιστορίες κ.ά.) και πώς οι χαρακτήρες πρέπει να λειτουργήσουν, με τη χρήση «εγώ – μηνυμάτων» «Αισθάνομαι/ Νιώθω……, όταν εσύ…… και χρειάζομαι να……», με το παιχνίδι του καθρέφτη, όπου οι γονείς επιδεικνύουν μια συμπεριφορά ή κάποια λόγια και τα παιδιά επαναλαμβάνουν με δυναμισμό, με την τέχνη (ζωγραφική, πλαστελίνη κ.ά.) για μικρότερα παιδιά ή με την συγγραφή για καταγραφή σκέψεων και συναισθημάτων (χρήση ημερολογίου, ποίηση κ.ά.) για μεγαλύτερα παιδιά. Στην περίπτωση που η κατάσταση είναι τέτοια που δεν δύναται να πραγματοποιηθεί μία φυσιολογική συζήτηση/ συνομιλία μεταξύ των εμπλεκομένων παιδιών, το παιδί χρειάζεται άμεσα να απευθυνθεί σε όποιον ενήλικα βρίσκεται κοντά, καθώς η σωματική ασφάλεια, ούσα αδιαπραγμάτευτη, έρχεται πρώτη.
Όσο πιο θερμή, με εμπιστοσύνη και με σεβασμό έχει καλλιεργηθεί η σχέση των γονέων με το παιδί, τότε θα πιστέψει στις δυνάμεις του και θα είναι σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε οποιαδήποτε κατάσταση. Το κλειδί βρίσκεται στην επιβεβαίωση, την αποδοχή και την ενδυνάμωση.