Επικοινωνία που ενώνει παιδιά και γονείς

Τα λόγια με τα οποία απευθυνόμαστε στα παιδιά μας έχουν ιδιαίτερα μεγάλη δύναμη: μπορούν να τα ηρεμούν ή να τα πληγώνουν, να τα απομακρύνουν ή να τα φέρνουν πιο κοντά μας, να ψυχράνουν ή να συγκινήσουν την καρδιά τους και να την ανοίξουν, να τους καλλιεργήσουν εξάρτηση ή αυτονομία.

Με το «γιατί» που ρωτάμε στα παιδιά (π.χ. «Γιατί κλαις;»), το παιδί παίρνει αυτομάτως αμυντική στάση, επειδή υποθέτει ότι θεωρούμε πως δεν υπάρχει λόγος, ενώ, κατά κανόνα, τα παιδιά πιστεύουν ότι υπάρχει λόγος – που θα έπρεπε να είναι προφανής. Θεωρούν, επίσης, ότι το «γιατί» κρύβει και κάποια κατηγορία (π.χ. «Για να ταράζεσαι τόσο πολύ με κάτι τέτοιο, κάτι δεν πάει καλά μ’ εσένα!»)

Όταν τα παιδιά αντιλαμβάνονται πως έχουν το δικαίωμα να είναι ειλικρινή και αυθεντικά κι ότι μπορούν να έχουν συναισθήματα, και βλέπουν ότι νοιαζόμαστε για την άποψή τους, τείνουν, συνήθως, να επινοούν μόνα τους τη λύση στο όποιο πρόβλημά τους, ή και να συμφιλιώνονται με την πραγματικότητα. Όταν, όμως, αντιλαμβάνονται ότι τα συναισθήματά τους αγνοούνται ή απορρίπτονται, αδυνατούν να επιλύσουν τα προβλήματά τους. Νιώθουν οργή επειδή βλέπουν τον εαυτό τους ως θύμα.

Η αποτελεσματικότητα της επιδοκιμασίας

Η επιδοκιμασία ή η επιβεβαίωση των συναισθημάτων του παιδιού έχει τα δικά της αποτελέσματα. Δεν είναι μέθοδος που χρησιμοποιείται για να χειριστούμε ή να αλλάξουμε τη φορά κάποιου προβλήματος ή τη συμπεριφορά του παιδιού μας.

Αντιθέτως, η επιβεβαίωση και η προσοχή μας στα λόγια του είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος να του δείξουμε ότι έχει το ελεύθερο να εκφραστεί. Είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε για να δείξουμε την αγάπη και τη στοργή μας. Με την επιβεβαίωση, το παιδί νιώθει ασφαλές να βιώσει τα συναισθήματά του και να εκφραστεί ελεύθερα.

Ορισμένες φορές, η επιβεβαίωση/ αναγνώριση επιφέρει όντως κάποια παροδική ανακούφιση επειδή το πρόβλημα είναι προσωρινό – κι έτσι το παιδί ξελαφρώνει αμέσως.

Ωστόσο, αν δείτε ότι το κλάμα του συνεχίζεται και δυναμώνει, φροντίστε να του συμπαρασταθείτε. Βεβαιωθείτε ότι δεν του προκαλείτε εσείς τη στενοχώρια, αλλά του προσφέρετε αγάπη και επιβεβαίωση ώστε να ανακουφιστεί. Αν νιώσετε άβολα από την ένταση των συναισθημάτων, θυμηθείτε ότι το ζητούμενο δεν είναι να ανακουφίσετε τον εαυτό σας, αλλά να τονώσετε την αίσθηση εμπιστοσύνης του παιδιού τόσο προς το πρόσωπό σας, όσο και προς τον εαυτό του. Μέσα από αυτή τη γνώση, τα παιδιά μαθαίνουν να γνωρίζουν και να εμπιστεύονται τον εαυτό τους.

Τα συναισθήματα και η έκφρασή τους, ακόμα κι αν είναι έντονα, τους φαίνονται λιγότερο επίφοβα. Όχι μόνο αντιλαμβάνονται ξεκάθαρα τα συναισθήματα και τις ανάγκες τους, αλλά κι εσείς, αναγνωρίζοντας τα συναισθήματά τους, θα νιώσετε ότι τα κατανοείτε καλύτερα και πως έχετε δημιουργήσει μια στενότερη και πιο οικεία σχέση ανάμεσά σας. Έτσι, θα μάθετε να σέβεστε την ατομική πορεία τους και θα αποκτήσετε σαφέστερη επίγνωση για τη δική σας κατεύθυνση ως γονιός.

Όταν αναγνωρίζετε τα συναισθήματά τους, καλό είναι να αποφύγετε να τα δραματοποιείτε ή να προσθέτετε τις δικές συναισθηματικές αντιδράσεις. Όταν δραματοποιούμε τα πράγματα, τα παιδιά έχουν την τάση να βυθίζονται ακόμα περισσότερο στις απόψεις τους.

Μόλις αντιληφθούν την καλοπροαίρετη διάθεσή μας, μπορεί να κλάψουν ή να ξεσπάσουν για λίγο πιο έντονα και στη συνέχεια να συνειδητοποιήσουν το «δράμα» τους και να γελάσουν με την όλη κατάσταση ή, τουλάχιστον, να προχωρήσουν με πιο αισιόδοξη και θετική διάθεση.

Βιβλιογραφία:

Aldort, N., (2010). Αναθρέφοντας τα παιδιά μας, αναθρέφουμε τον εαυτό μας. Εκδόσεις: Αλκυών