Επικοινωνία: Πώς θα μάθουμε να ακούμε τα παιδιά μας (Μέρος Α’)

Προκειμένου να χτίσετε μία ικανοποιητική σχέση με τα παιδιά σας, είναι απαραίτητο να μάθετε να επικοινωνείτε μαζί τους με θετικό και εποικοδομητικό τρόπο. Αν θέλετε τα παιδιά να επικοινωνούν μαζί σας, πρέπει να τα πείσετε με τη στάση και τη συμπεριφορά σας ότι ενδιαφέρεστε πραγματικά να τα ακούσετε.

Είναι πολύ σύνηθες φαινόμενο σε αρκετές οικογένειες η επικοινωνία ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά να είναι προβληματική. Είναι σημαντικό να μιλάμε με το παιδί μας και όχι στο παιδί μας. Όταν μιλάμε στο παιδί μας, συχνά υπάρχει γκρίνια, υπενθύμιση, κριτική, απειλή, «κήρυγμα», «ανάκριση», συμβουλές, αξιολόγηση, υποβιβασμός. Αυτού του είδους η επικοινωνία δε θα πρέπει να χαρακτηρίζει εν γένει τις διαπροσωπικές σχέσεις, πόσο μάλλον την επικοινωνία ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, η οποία σε τέτοιες περιπτώσεις παρεμποδίζει, αντί να βελτιώνει την επικοινωνία στους γονείς και τα παιδιά και δημιουργεί ένταση στη μεταξύ τους σχέση.

Ποιοι είναι οι ρόλοι που παίζουμε όταν τα παιδιά εκφράζουν τα συναισθήματά τους;

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις γονέων που θεωρούν λάθος να εξωτερικεύουν τα αρνητικά τους συναισθήματα, όπως το θυμό, το φόβο ή την απογοήτευση. Σε αυτό οφείλεται η αδυναμία τους να διαχειριστούν την εκδήλωση των αρνητικών συναισθημάτων από μέρους των παιδιών τους με αποτέλεσμα να αντιδρούν παίρνοντας έναν από τους παρακάτω ρόλους:

Του αρχιστράτηγου: Ο γονιός αυτός επιδιώκει να ελέγχει πάντα την κατάσταση. Απαιτεί από το παιδί να απαλλαγεί αμέσως από τα αρνητικά του συναισθήματα και χρησιμοποιεί διαταγές, εντολές και απειλές προκειμένου να μπορεί να διαχειρίζεται όλα τα θέματα που προκύπτουν.

Του ηθικολόγου: Ο γονιός που επιλέγει αυτό το ρόλο, είναι αυτός που λέει πάντα «πρέπει». «Πρέπει να κάνεις αυτό», «Δεν πρέπει να κάνεις εκείνο». Είναι ο γονιός που κάνει «κήρυγμα» και ενδιαφέρεται για να έχει το παιδί του τα «σωστά» και πρέποντα συναισθήματα και αντιδράσεις.

Του παντογνώστη: Αυτοί οι γονείς επιδιώκουν συνεχώς να αποδείξουν στο παιδί ότι λόγω της εμπειρίας και της γνώσης που έχουν αποκτήσει κατά τη διάρκεια της ζωής τους, είναι ικανοί να δίνουν λύσεις/ απαντήσεις για όλα τα προβλήματα που παρουσιάζονται στη ζωή. Συνηθίζουν να κάνουν «κήρυγμα«, συμβουλεύουν και προτρέπουν στο παιδί να στηρίζεται στη λογική/ κριτική του ικανότητα.

Του δικαστή: Οι γονείς αυτοί καταδικάζουν το παιδί προτού γίνει η «δίκη». Θέλουν να επιβεβαιώνουν συνεχώς τις προσδοκίες τους ότι η συμπεριφορά τους είναι πάντα η σωστή ενώ του παιδιού πάντα εσφαλμένη.

Του κριτικού: Ο γονιός που επιλέγει αυτόν το ρόλο ενδιαφέρεται πρωτίστως να έχει δίκιο. Προκειμένου να υποβιβάσει το παιδί, ο κριτής βασίζεται στη γελοιοποίηση, στις ετικέτες που προσδίδει στο παιδί, στο σαρκασμό ή στην ειρωνεία («είσαι χαζός», «δεν μπορείς να κάνεις τίποτα», «είσαι φοβητσιάρης», «είσαι τεμπέλης» κλπ.).

Του ψυχολόγου: Ο γονιός που παίρνει το ρόλο του ψυχολόγου προσπαθεί να αναλύσει το πρόβλημα. Έχοντας τις καλύτερες προθέσεις, θέλει να ακούσει όλες τις λεπτομέρειες, για να μπορέσει να διορθώσει το παιδί. Ο ψυχολόγος αναλύει, υποβάλλει ερωτήσεις και κάνει διάγνωση.

Του παρηγορητή: Οι γονείς με το ρόλο αυτό, προσπαθούν να αποφύγουν τη συμμετοχή στο πρόβλημα, παίρνοντας πολύ «ελαφρά» τα συναισθήματα του παιδιού. Ένα καθησύχασμα, ένα χάδι και η προσποίηση ότι όλα θα πάνε καλά, είναι η απάντησή τους στις ανησυχίες του παιδιού.

Πώς θα γίνετε καλός ακροατής;

Η επικοινωνία πρέπει να βασίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό, που σημαίνει ότι τα παιδιά και οι γονείς επιτρέπουν ο ένας στον άλλο να εκφράσει τα συναισθήματά του και τις πεποιθήσεις του χωρίς το φόβο της απόρριψης ∙ σημαίνει ότι δεχόμαστε αυτό που λέει ο άλλος. Μπορεί να μην συμφωνείτε με τα παιδιά σας, μπορείτε, όμως, να τους δείξετε ότι αποδέχεστε τα συναισθήματά τους. Με τον τόνο της φωνής σας και με τις λέξεις που χρησιμοποιείτε, δείχνετε παραδοχή και προσοχή. Προκειμένου να γίνετε ένας καλός ακροατής, χρειάζεται να διαθέτετε χρόνο, συγκέντρωση και πραγματικό ενδιαφέρον που φαίνεται από το βλέμμα σας και τη στάση του σώματός σας. Ορισμένες φορές, η καλή ακρόαση χρειάζεται λεκτικές απαντήσεις, ενώ άλλες φορές απαιτεί από εμάς τη σιωπή.

Αντανακλαστική ακοή

Για να μπορούμε να ακούμε τα παιδιά μας, χρειάζεται να τους δώσουμε το μήνυμα ότι αναγνωρίζουμε τα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από αυτό που λένε, ακόμα και πίσω από αυτό που δεν εκφράζουν με λόγια. Ακούγοντας «αντανακλαστικά» το παιδί, το βοηθάμε να ξανασκεφτεί το πρόβλημα που το απασχολεί. Μπορούμε να λειτουργήσουμε σαν καθρέφτης, δείχνοντάς του τα συναισθήματά του, έτσι ώστε να το βοηθήσουμε να βάλει τα θεμέλια για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.

Ένα παράδειγμα αντανακλαστικής ακοής είναι το εξής:

Παιδί: Η δασκάλα είναι άδικη! Ποτέ δεν θα τα καταφέρω στο σχολείο!

Γονιός: Αισθάνεσαι θυμωμένη και απογοητευμένη κι έχεις καταθέσει τα όπλα.

Με τον τρόπο αυτό, η αντανακλαστική ακοή περιλαμβάνει την ανάγκη να κατανοήσετε αυτό που νιώθει και που θέλει να πει το παιδί, και στη συνέχεια να του πείτε αυτό που καταλάβατε. Έτσι, θα αισθανθεί ότι το κατανοείτε και το δέχεστε.

Χρησιμοποιώντας την αντανακλαστική ακοή δίνουμε ανοιχτές απαντήσεις που καθρεφτίζουν τα συναισθήματα του παιδιού και αυτό που εννοεί. Χρειάζεται ευαισθητοποίηση σε μια μεγάλη ποικιλία συναισθημάτων, καθώς επίσης και επικοινωνιακές δεξιότητες. Η αντανακλαστική ακοή δεν κρίνει, αλλά ενθαρρύνει το παιδί να νιώσει ότι το ακούν, το κατανοούν και να συνεχίσει να μιλάει.

Η επικοινωνία πραγματοποιείται πάντα τόσο σε λεκτικό όσο και σε μη λεκτικό επίπεδο. Οι πράξεις μας, η στάση του σώματός μας, οι εκφράσεις του προσώπου μας και ο τόνος της φωνής μας, μεταδίδουν μηνύματα, συνειδητά ή ασυνείδητα. Μπορούμε να επικοινωνήσουμε και χωρίς λόγια, με ένα χαμόγελο, ένα χάδι στην πλάτη, ένα συνοφρύωμα. Όταν αποφασίζουμε σιωπηρά να μην υπερπροστατεύουμε, να μην γκρινιάζουμε ή να μην επεμβαίνουμε, δίνουμε το μήνυμα της παραδοχής. Όταν απαντάμε χωρίς να κρίνουμε, αποδεχόμαστε τα συναισθήματα του παιδιού μας και ενισχύουμε την κατανόηση και την επικοινωνία.

Πώς θα απαντήσουμε στα μηνύματα που δίνονται χωρίς λόγια:

Αποκλειστικά με την ακοή δεν μπορούμε να αντιληφθούμε το νόημα μιας σκυθρωπής ματιάς, ενός χαμόγελου ή ενός δακρυσμένου προσώπου. Η έκφραση αποκαλύπτει αυτό που εννοούμε με πιο εμφανή τρόπο σε σχέση με τα λόγια. Πρέπει να μάθουμε να αντιλαμβανόμαστε το νόημα της συμπεριφοράς του παιδιού λαμβάνοντας το μήνυμα που στέλνει με την έκφρασή του ανεξάρτητα από τα λόγια.

Ορισμένοι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να απαντήσουμε στα μηνύματα που εκπέμπονται χωρίς λόγια:

«Με το κατσούφιασμα σου, φαίνεται ότι διαφωνείς.»

«Δείχνεις πολύ χαρούμενη, όταν φωτίζεται έτσι το πρόσωπό σου.»

«Φαίνεσαι πολύ αναστατωμένος. Θέλεις να μιλήσουμε;»

Οι φράσεις που δείχνουν ότι διακρίνετε τις ενδείξεις που δίνει το παιδί στο μη λεκτικό πεδίο, το παρακινούν να εκφράσει τα συναισθήματά του.

Πώς αντιδρούν τα παιδιά όταν οι γονείς αρχίζουν να εφαρμόζουν την αντανακλαστική ακοή:

Όταν δοκιμάσετε την αντανακλαστική ακοή, θα είναι κάτι καινούριο και πρωτόγνωρο τόσο για εσάς όσο και για το παιδί σας. Γι’ αυτό θα πρέπει να περιμένετε μια ξαφνιασμένη αντίδραση στις πρώτες σας προσπάθειες να την εφαρμόσετε. Καλό είναι να μην αναγκάσετε το παιδί να μοιραστεί τα συναισθήματά του μαζί σας αλλά να το αφήσετε ελεύθερο να δεχτεί ή να απορρίψει την προσφορά σας για βοήθεια. Μην αποθαρρύνεστε αν δεν αντιδρά γρήγορα. Στην επαφή σας με το παιδί, δεν λύνονται πάντα τα προβλήματά του. Συχνά η υπομονή και οι προσπάθειές σας να το βοηθήσετε να δει τα προβλήματά του καθαρότερα, το βοηθούν να το αντιμετωπίσει μόνο του αργότερα. Μην παραιτηθείτε αν η αντανακλαστική ακοή δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα.

Πώς θα φτιάξετε μια απάντηση με την αντανακλαστική ακοή:

Η αντανακλαστική ακοή είναι μια ικανότητα που την αποκτάτε με προσπάθεια και εξάσκηση. Για να μάθετε να ακούτε αντανακλαστικά είναι πολύ βοηθητική η ακόλουθη μέθοδος:

Όταν το παιδί σας στέλνει ένα μήνυμα σχετικό με τα συναισθήματά του, σκεφτείτε: «Τι νιώθει;» Βρείτε μια λέξη που να περιγράφει τη συγκίνηση που αισθάνεται.

Παράδειγμα: Όταν ο γιος σας λέει: «Σίγουρα θα χαρώ πολύ όταν τελειώσει το σχολείο! Δεν μου αρέσει καθόλου!» (Ερώτηση: «τι νιώθει;» Πιθανή απάντηση: «βαριέται»). Τώρα φτιάξτε μια φράση με τη λέξη του συναισθήματος «Μου φαίνεται πως λες ότι βαριέσαι το σχολείο.»

Αν συγκεντρώσετε την προσοχή σας στο ερώτημα: «Τι αισθάνεται το παιδί μου;», θα διαπιστώσετε ότι η αντανακλαστική απάντηση σάς έρχεται πολύ πιο εύκολα.

Τι πρέπει να προσέξετε κατά την εφαρμογή της αντανακλαστικής ακοής;

· Όταν κάνετε διαπιστώσεις επανατροφοδότησης, δεν μπορείτε να είστε βέβαιοι ότι γνωρίζετε ακριβώς πώς νιώθει το παιδί. Προσέξτε τον τόνο της φωνής σας και αποφύγετε να δώσετε την εντύπωση του ανθρώπου που μπορεί να διαβάσει τη σκέψη.

· Δε χρειάζεται να υπερβάλλουμε κατά την εφαρμογή της αντανακλαστικής ακοής, γιατί το παιδί μπορεί να αποφύγει την επικοινωνία μαζί μας. Να είστε διακριτικοί και με την ευαισθητοποίηση θα μπορείτε να αντιληφθείτε πότε το παιδί σας θέλει να μιλήσει και πότε όχι.

· Αν το παιδί σας χρησιμοποιεί τα προβλήματα μόνο για να επισύρει την προσοχή, μια αποτελεσματική απάντηση θα μπορούσε να είναι αυτή: «Έχουμε συζητήσει αυτό το πρόβλημα αρκετές φορές. Πιστεύω ότι δεν μπορώ να σε βοηθήσω σ’ αυτό. Είμαι όμως σίγουρος ότι μπορείς να το χειριστείς.» Αν το παιδί επιμένει, παραμείνετε σιωπηλός και ασχοληθείτε με κάτι άλλο ή αλλάξτε θέμα. Μπορεί το παιδί να δυσαρεστηθεί με την απάντηση αυτή, αλλά θα καταλάβει ότι είστε διατεθειμένος να βοηθήσετε, μόνο εφόσον ασχοληθεί με την επίλυση του προβλήματος.

· Ίσως το παιδί χρησιμοποιήσει τα συναισθήματά του για να υπερισχύσει πάνω σας ή για να εκδικηθεί. Αναλόγως με την κατάσταση, μπορείτε να αποφασίσετε αν θα ακούσετε ή αν θα αποσυρθείτε από το «πεδίο της μάχης».

· Όταν πρέπει να δυσαρεστήσετε ένα παιδί, αποφεύγοντας να το ακούσετε, βεβαιωθείτε ότι του δίνετε και θετική προσοχή κάποια άλλη στιγμή.

Συνεχίζεται…

Βιβλιογραφία:

Dinkmeyer, D., McKay, G., D., (1976). Parent’s Handbook, American Guidance Service, Inc.