Στη δουλειά μου όλο και πιο συχνά συναντώ γονείς που χωρίζουν και, δυστυχώς, σπάνιες είναι οι περιπτώσεις όπου υπάρχει αμοιβαία συνεννόηση και σύμπνοια για το πώς θα διαχειριστούν τις όποιες αλλαγές θα φέρει το διαζύγιο στην οικογένειά τους. Η επικοινωνία ανάμεσα στους γονείς αποτελεί άγνωστη έννοια έχοντας άμεσες και ποικίλες συνέπειες στα παιδιά τους.
Ένας χωρισμός είναι εξ ορισμού δύσκολος όταν αφορά δύο ενήλικες, πόσο μάλλον όταν εμπλέκονται και παιδιά. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου το παιδί χρησιμοποιείται ως μέσο «εκδίκησης» από την μία προς την άλλη πλευρά ή ως αποδέκτης και πληροφοριοδότης υποτιμητικών σχολίων για τον άλλο γονέα που υποσκάπτουν την αντίληψη και τα συναισθήματα που τρέφει για εκείνον. Όλοι μας γνωρίζουμε περιπτώσεις διαζυγίων όπου το κλίμα ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας αντί να βελτιωθεί παραμένει δυσλειτουργικό και συγκρουσιακό.
Το βασικό πρόβλημα, όμως, είναι οι συνέπειες που μπορεί να έχει όλη αυτή η δυσαρμονία στις σχέσεις αλλά και η μη επικοινωνία ανάμεσα στους γονείς στον ψυχισμό των παιδιών. Αθώες παιδικές ψυχές καλούνται να αντιμετωπίσουν δύσκολες και εχθρικές καταστάσεις, να αναλάβουν ρόλους που δεν αντιστοιχούν στην ηλικία τους (του διαμεσολαβητή μηνυμάτων προς τον έναν ή τον άλλο γονέα ή, ακόμη και του ενήλικα – πατέρα ή μητέρας – που υποστηρίζει και παρηγορεί συναισθηματικά τον γονέα με τον οποίο μένει κατά κύριο λόγο).
Κρίνεται απαραίτητο για την καλύτερη ανάπτυξη και εξέλιξη όλων των μελών της οικογένειας να θυμούνται οι γονείς πως το καλό των παιδιών είναι το σημαντικότερο από όλα τα επακόλουθα του χωρισμού μεταξύ τους και πως κάθε παρορμητική αντίδρασή τους επηρεάζει μακροπρόθεσμα την αναπτυξιακή, συναισθηματική και ψυχολογική τους πορεία. Ό,τι κι αν συμβαίνει σε μια τόσο δύσκολη περίοδο, χρειάζεται οι γονείς να βοηθηθούν και με την συμβολή άλλων ενηλίκων (παππούδων, φίλων, ειδικών κ.ά.) χωρίς να εμπλέκουν τα παιδιά στην διαχείριση των δικών τους φόβων, αναγκών, συγκρούσεων αλλά και εξιλεώσεων.