Δίνω και παίρνω – δύο έννοιες τόσο οικείες αλλά και τόσο παρεξηγημένες. Μέσα στη ζωή είναι και το να δίνεις, να προσφέρεις, να βοηθάς, να φροντίζεις και το να παίρνεις, να δέχεσαι βοήθεια, φροντίδα, αγάπη. Αλλά γιατί μερικοί από μας φοβόμαστε τόσο πολύ να «δώσουμε» ή να «δοθούμε» στους άλλους; Γιατί ορισμένοι από εμάς, παρόλο που προσφέρουμε διαρκώς, δυσκολευόμαστε να δεχτούμε αυτά που μας προσφέρουν οι άλλοι;
Η σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων μπορεί να παρομοιαστεί με το παιχνίδι της διελκυνστίδας –με την επιτυχία/ στόχο εδώ να είναι συνώνυμη με τη διατήρηση της απόλυτης ισορροπίας ανάμεσα στους δύο παίκτες – η μέση του σκοινιού να διατηρείται πάντα σε ίση απόσταση μεταξύ τους. Όταν μόνο ο ένας παίκτης τραβάει το σκοινί – δίνοντας διαρκώς – ενώ ο άλλος παίκτης παραμένει ακίνητος και άπραγος – δεν δίνει τίποτα – ο πρώτος παίκτης ενδεχομένως να βρεθεί στο έδαφος και να πονέσει από την πτώση. Για παράδειγμα, υπάρχουν άνθρωποι που παραμένουν αφοσιωμένοι σε σχέσεις στις οποίες «δίνουν» διαρκώς, χωρίς να δέχονται τίποτα απολύτως, καταλήγοντας άδειοι εσωτερικά, αφού στο τέλος, έχουν «δώσει» και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Το παν είναι η ισορροπία: Για να είμαστε σωματικά και ψυχικά υγιείς, χρειάζεται να έχουμε μέτρο σε όλα ˙ το ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις που δημιουργούμε με τους γύρω μας. Για να έχει π.χ. το ζευγάρι ψυχική/πνευματική ευεξία, χρειάζεται να υπάρχει ισορροπία σε αυτά που προσφέρει και σε αυτά που δέχεται ο ένας στον άλλον. Αναφορικά με το αντικείμενο της συνδιαλλαγής στη σχέση δεν πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά στην ανταπόδοση αυτής καθαυτής της πράξης αλλά να λαμβάνει χαρακτήρα μίας γενικότερης δράσης «προσφοράς» προς τον άλλον αναγνωρίζοντας την συνεισφορά του στην κοινή ζωή του ζευγαριού. Με αυτόν τον τρόπο, θα εδραιωθεί ουσιαστική επικοινωνία και αλληλοσυμπληρωματική σχέση όπου ο καθένας θα ικανοποιείται και θα ικανοποιεί τον άλλον.
Βέβαια, σίγουρα θα υπάρξουν περίοδοι όπου ο ένας μπορεί να προσφέρει περισσότερο σε σχέση με τον άλλον λόγω διαφόρων ειδικών περιστάσεων/καταστάσεων, αλλά η ισορροπία χρειάζεται να αποκατασταθεί στο άμεσο ή στο απώτερο μέλλον. Για παράδειγμα, στη σχέση γονιού – παιδιού, στα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού, ο γονέας είναι αυτός που προσφέρει πολλά περισσότερα, αλλά όταν ενηλικιώνεται το παιδί, θα είναι σε θέση να προσφέρει τη βοήθειά του στο γονέα, που, μεγαλώνοντας, ενδεχομένως δυσκολεύεται να καλύψει κάποιες πρακτικές ανάγκες.
Σε συντροφικές σχέσεις, από την άλλη, πολλές φορές συμβαίνει το ένα άτομο να υποχωρεί διαρκώς για να μην στενοχωρήσει το άλλο, αλλά η ισορροπία χάνεται σταδιακά και δύσκολα αποκαθίσταται, καθώς χάνει την προσωπική του αίσθηση πληρότητας, αφού μονίμως θυσιάζει τα δικά του «θέλω», τις δικές του ανάγκες και εν τέλει το ίδιο του το «είναι» για χάρη του άλλου ατόμου. Γι’ αυτό, είναι καλό να εξωτερικεύουμε τις επιθυμίες και τις ανάγκες μας στον άνθρωπο μας χωρίς να ζητάμε απαραίτητα με αυτόν τον τρόπο άμεσα/ έμμεσα την ικανοποίησή τους, αλλά παράλληλα να ακούμε αυτό που έχει να μας «πει» ο άλλος με τη συμπεριφορά του συζητώντας από κοινού σε μηδενική βάση την αμοιβαία εκπλήρωσή τους.
Υπάρχουν φυσικά και οι περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να προσφέρουμε πάρα πολλά πράγματα σε μία σχέση και το μόνο που «λαμβάνουμε» είναι η ηθική ικανοποίηση της προσφοράς, αλλά δεν είναι κακό και καμιά φορά «να κάνουμε το καλό και να το ρίχνουμε στο γιαλό».
Για να ισορροπεί, επομένως, το σκοινί, για να είναι αρμονικές και ισορροπημένες οι σχέσεις, χρειάζεται το αμοιβαίο πάρε – δώσε, η αμοιβαία προσφορά και αποδοχή, ο καθένας φυσικά στον τομέα, στην κατάσταση και στην χρονική στιγμή που δύναται.